- μύρτιλλο
- τοεδώδιμος καρπός τού μυρτιδίου τού κοινού, ο οποίος έχει ελαφρές στυπτικές ιδιότητες, κν. φίγγι.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., προβλ. γαλλ. myrtille < γαλλ. myrte < λατ. myrtus < μύρτος «μυρτιά»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλπική χλωρίδα — Η ονομασία αυτή αποδίδεται στο σύνολο των φυτικών ειδών που είναι χαρακτηριστικά των ψηλότερων ορεινών περιοχών. Το κατώτερο όριο του αλπικού περιβάλλοντος ποικίλλει ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος· για τις Άλπεις αντιστοιχεί σε υψόμετρο 1.800… … Dictionary of Greek
φίγγι — το, Ν ο καρπός τού φυτού μυρτίδιο το κοινό, αλλ. μύρτιλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. διαλ. προελεύσεως] … Dictionary of Greek